κραταιοῖ

κραταιοῖ
κραταιόομαι
pres ind mp 2nd sg
κραταιόω
strengthen
pres ind mp 2nd sg
κραταιόω
strengthen
pres opt act 3rd sg
κραταιόω
strengthen
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κραταιοί — κραταιόομαι pres subj mp 2nd sg κραταιόομαι pres ind mp 2nd sg κραταιός strong masc nom/voc pl κραταιόω strengthen pres subj mp 2nd sg κραταιόω strengthen pres ind mp 2nd sg κραταιόω strengthen pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • ωρονόμος — ον, ΜΑ μσν. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.) αρχ. 1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες τής ημέρας 2. (για πλανήτη) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”